22/9/08

Συστατική επιστολή





















Να πιάνεσαι απ’τα μαλλιά της ελπίδας ανήμπορος και κουρασμένος
Χωρίς καμία διάθεση να δεις επιτέλους πως το κεφάλι της είναι αποκομμένο απ’το κορμί της.

Μπήκαμε στα σύννεφα.
Όταν βγήκαμε δεν υπήρχε πια καλοκαίρι να προσμένουμε.

Εκείνος, κάθε φορά μας κοιτάζει σα να’ ταν η τελευταία φορά.
Η πρώτη του γυναίκα πέθανε από καρκίνο.
Η δεύτερη αλλάζει κάθε μέρα σεντόνια, πετσέτες, ρούχα, μάτια και δάκρια. Γιατί όλα
Μυρίζουν θάνατο.Στην αρχή δεν την συμπαθούσα.
Η κόρη του στο διπλανό δωμάτιο πληκτρολογεί συστατική επιστολή στα σκουλήκια. Δεν εμπιστεύεται καθόλου τον παράδεισο πλέον...

Από τον πάνω μαχαλά μόλις που φτάνει μουσική στ’ αυτιά μου.
Κάποιος γάμος σκέφτομαι.

Ωχ, θεέ μου Αν έμπαινα τώρα στο μυαλό του ισως να μην είχα καμιά ανάγκη πίστης σε τίποτα.

Και σκέψου, πως ξέρω ήδη τόσα.
Ξέρω πως ο θάνατος έχει το χρώμα της ώχρας και είναι βαρύς σαν πέτρα.
Ξέρω πως ο θάνατος χορταίνει την πείνα του με τα μάτια.
Με τα μάτια τα δικά μας, των ζωντανών τα μάτια και τα καθρεφτίσματα του φόβου.
Ξέρω πως ο θάνατος απέχει από τη ζωή όση ώρα διαρκεί ένα πετάρισμα των βλεφάρων μας.

Μα ξέχασα...
"Οι θεοί δε σκέφτονται τι είναι
Γι’ αυτό είναι θεοί"

Ύστερα όλα έγιναν όπως στις ταινίες.
Ύστερα έγιναν όλα ρίζες ανάμεσα σε ρίζες.
Κι ο σκηνοθέτης μας χειροκροτεί ευχαριστημένος,
Παρόλο που ακόμη δεν κατάφερα να βάλω
τα ρήματά μου σε χρόνο παρελθοντικό.

Μπήκαμε στα σύννεφα.
Όταν βγήκαμε ο δρόμος μας ήταν μαύρος και στιλπνός...
Κι έπειτα στο δωμάτιο, κάποιος πετούσε στο ταβάνι χαμηλά,
και ζωγράφιζε ολόγιομα φεγγάρια σε νοητές συμπαντικές τροχιές.
Ίσως όμως να’ ταν και απλοί κύκλοι εναλλασσόμενοι και πεπερασμένοι. Δεν ξέρω.
Όσα ήξερα ‘γίναν αυτόχειρες.

22/8/08

11.08.08

Επιστρέφοντας χθες
με τα πόδια μου να κοροϊδεύουν το μυαλό μου
και το κρασί την εν' όψιν εξεταστική Σεπτεμβρίου
πέτυχα αυτό το τραγούδι στο δεύτερο, τον μόνο σταθμό που πιάνω εδώ...
Θυμήθηκα τον Ορφέα όταν τον είχα πρωτογνωρίσει.
"Χρόνια μας έχει στοιχειώσει αυτή η υγρασία που στάζουν οι οροφές..." μου είχε πει.
Κι είναι πάντα το ίδιο. Δεν γνωρίζει εποχές αυτή η γαμημένη υγρασία.
Ύστερα βρήκα όλα τα μικρά χαρτάκια με τις αποτυχημένες αυτοσχέδιες συνταγές,
τα πακέτα τσιγάρων, το πίσω μέρος εισιτηρίων
και το εσωτερικό εξώφυλλων και οπισθόφυλλων...
Χωρίς εικόνα σήμερα.

Πιες

Σκόρπισαν οι ώρες στου χρόνου τις αιώρες
σαν τ' απανωτά τσιγάρα που κάναμε μες στο σταθμό
σπίθα τ' αστέρια στα παγωμένα χέρια
το σαράκι που σε τρώει και ξαναφέρνει γυρισμό
Σα καραβάκια χάρτινα οι χαρές
βουλιάζουν άτυχα σε μέρες βροχερές
το φάρμακο που καίει τις πληγές
είναι γραμμένο σε αυτοσχέδιες συνταγές
κι εσύ πιες την υγρασία που στάζουν οι οροφές
την πίκρα που έχω μες στο στόμα πιες
Πήρες το κορμί μου και την απόγνωση μου
κάτω από το σβηστό φανάρι και σε δωμάτιο δανεικό
κι έγινε ο χρόνος δραπέτης δολοφόνος
σαν τις φλόγες του αναπτήρα που κάψανε το σκηνικό

1/7/08

Μ'ένα φου...


Μποτιλιάρισμα στους δρόμους απ'το χνουδωτό χιόνι της λεύκας
κι απρόσεκτο το βλέμμα μου κινδύνεψε αρκετές φορές να τρακάρει.
Άλλοτε πάνω στο αθέατο και τον περίβλεπτο θρόνο του,
άλλοτε πάνω σε ξεβαμμένες διαβάσεις και εθελοτυφλούσες αποστάσεις,
άλλοτε πάνω στην υπόθεση τοξωτών χειλιών
κι άλλοτε στην υποψία συναπαντήματος με άλλα μάτια...
Μετά την πτώση μιας ριπής κορναρισματων
που με πέτυχε ακριβώς πάνω στο πρώτο βήμα
της φυγής μου, άρχισα να συμορφώνομαι.
Βοήθησε άλλωστε και η νέα αύξηση του εισιτηρίου.
Ανέβηκα στο λεωφορείο ύστερα, και εκεί πλέον συνήλθα
ολοκληρωτικά από την υπερβολική έκθεσή μου στο φως.

Έψαξα με την αφή κάποιον γνωστό μα τίποτα.
Η Αθήνα ήρθε και θρονιάστηκε πάλι στις άκρες των δαχτύλων μου.
Έκανα να φυσήξω με όλη μου τη δύναμη να πέσει κάτω, να γκρεμιστεί
μα καθώς την κοιτούσα σκεφτόμουν πόσο ίδιες μοιάζουν όλες οι πόλεις,
όταν οι δρόμοι τους γίνουν δικοί σου. Όταν οι δρόμοι τους γίνουν εσύ.
Τα πλακόστρωτα στενά και τα διλήμματα, τα παγκάκια και τα φιλήματα,
οι αφίσες, τα γκράφιτι στους τοίχους, τα συνθήματα και τα σκιρτήματα,
οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και οι μεθυσμένοι χοροί της ανατολής,
τα μεταμεσονύχτια φαστφουντάδικα και τα μεταμεσονύχτια μανιφέστα κρασιού και τσιγάρου,
ο επιδειξίας της πλατείας και οι επιδεικτικές αρνήσεις της ευτυχίας - πως να τη διαχειριστείς τόση ευτυχία; - οι σκιές των γέλιων και των δακρύων στην άκρη των πεζοδρόμων, οι σκιές των άγνωστων χιλιομέτρων που πρέπει ακόμα να διανύσεις για να ικανοποιήσεις την απληστία σου, οι σκιές των φίλων σου, των άλλων ανθρώπων και κυρίως οι σκιές εκείνων που διαδραματίζονται ακόμα μόνο στην άκρη της φαντασίας σου.

Φύσηξα προσεκτικά μη με πάρει είδηση ο διπλανός μου και γκρεμίστηκα άηχα, περήφανα, στα χέρια της στοργικής πτώσης.
Φύσηξα προσεκτικά σαν του Αιόλου χάδι να'μουν κι εγίνα ένα ιπτάμενο χνούδι άηχα, περήφανα, στα χέρια της ιστορικής πτήσης.





17/06/08
Γιάννενα

23/4/08

Γράμμα στη Γ.


















Έχω τα σύνεργα μου κάτω απ' το κρεβάτι.
Ανάμεσα σε πεταμένες κάλτσες και ταξιδιωτικούς σάκους.
Στολίδια, χρυσόσκονες, χαμόγελα, δάκρυα, κάθε λογής κουστούμια.
Αυτά για τους ανθρώπους.
Έχω και πυγολαμπίδες φυσικά, ήλιους, σύννεφα, γιασεμιά
κι άλλα μύρια για τις μέρες.
Όλα χειροποίητα και εύθραυστα.
Έχω και μια ειδική φορεσιά για τις λέξεις.
Σχεδιασμένη απ' το χθεσινό πολύ,
αφότου έγινε
σημερινό λίγο.
Τη δική μου φορεσιά δεν την ξεκολλάω από πάνω μου.
Μόνο στον ύπνο με δυσκολεύει λίγο.
Στα όνειρα και στις θύμισες.
Και με πιάνει ανησυχία φορές φορές,
αν είναι ψεύτικες ή αληθινές.


Ούτε που ξέρω, γιατί σου γράφω.
Είμαι για τέταρτη μέρα καθηλωμένη στο κρεβάτι και πλήττω.
Με παράτησαν οι Θεοί μου, μόλις πάτησα Αθήνα
Είναι που σταματήσαμε τις ολονύχτιες σπονδές μάλλον.

Τώρα που' μαι εδώ κάτω, σκέφτομαι πιο συχνά
εκείνο το φτου ξελευθερία που λέγαμε.
Είναι στενάχωρα εδώ. Και αυτός που τα
φυλάει, έχει στήσει καρτέρι δίπλα ακριβώς
απ' το κρεβάτι μου. Βλέπω τα πόδια του
κι ανασαίνω όταν ανασαίνει, μη τύχει και
με καταλάβει. Δε θυμάμαι το πρόσωπό του.
Δε θυμάμαι καν πότε ξεκινήσαμε το
παιχνίδι αυτό.
Ένα φτου ξελευθερία για όλους μας!

Ίσως πάλι θέλω απλώς να γκινιάξω.
Είναι κι αυτές οι αμυγδαλές μου.
Κάθε γουλιά καφέ μεταμορφώνεται
σε αγκαθωτό θάμνο μόλις καταπίνω.
Κι ούτε τη γεύση του τσιγάρου
δε μπορώ, να ευχαριστηθώ πια.

Ναι, μάλλον αυτό θα' ναι.
Θέλω να γκρινιάξω λίγο.

14/4/08

Μικρό ταξίδι, μεγάλο ταξίδι....

















Tαξίδεψέ με εκεί που τελειώνει η Κυριακή,
Μια βόλτα απογευματινή στους πόθους μας,
Ό,τι δεν μπορέσαμε κι ό,τι αφήσαμε στη μέση
Κι ο χρόνος που μίσεψε, στα χειλη μας λέξη
που να ειπωθει δεν αντέχει.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει ο χορός,
Κι αν δεν υπάρχει αθανασία μη μου το πεις,
Η άγνοια γνωρίζει όσα η γνωση αμφισβητεί.
Πάρε μου το χέρι και πάμε στον κόσμο μαζί,
Κάνεις ποτέ δεν σταμάτησε της γης τη στροφή.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει η μουσική,
Κι αν η αγάπη είναι απάτη μη μου το πεις,
Είναι ο χαμένος στο τέλος νικητής,
Το γελιο και το δάκρυ απο μια λεπτή
χωρίζονται γραμμη.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει το φως,
Και μείνε μαζί μου ως την άλλη αυγή,
Ένα παραμύθι πεσμου κι ύστερα ένα χάδι,
Μη θαρρείς, είναι το μυαλό μου παιδικό
κι ακόμα τρέμει στο σκοτάδι.