1/7/08

Μ'ένα φου...


Μποτιλιάρισμα στους δρόμους απ'το χνουδωτό χιόνι της λεύκας
κι απρόσεκτο το βλέμμα μου κινδύνεψε αρκετές φορές να τρακάρει.
Άλλοτε πάνω στο αθέατο και τον περίβλεπτο θρόνο του,
άλλοτε πάνω σε ξεβαμμένες διαβάσεις και εθελοτυφλούσες αποστάσεις,
άλλοτε πάνω στην υπόθεση τοξωτών χειλιών
κι άλλοτε στην υποψία συναπαντήματος με άλλα μάτια...
Μετά την πτώση μιας ριπής κορναρισματων
που με πέτυχε ακριβώς πάνω στο πρώτο βήμα
της φυγής μου, άρχισα να συμορφώνομαι.
Βοήθησε άλλωστε και η νέα αύξηση του εισιτηρίου.
Ανέβηκα στο λεωφορείο ύστερα, και εκεί πλέον συνήλθα
ολοκληρωτικά από την υπερβολική έκθεσή μου στο φως.

Έψαξα με την αφή κάποιον γνωστό μα τίποτα.
Η Αθήνα ήρθε και θρονιάστηκε πάλι στις άκρες των δαχτύλων μου.
Έκανα να φυσήξω με όλη μου τη δύναμη να πέσει κάτω, να γκρεμιστεί
μα καθώς την κοιτούσα σκεφτόμουν πόσο ίδιες μοιάζουν όλες οι πόλεις,
όταν οι δρόμοι τους γίνουν δικοί σου. Όταν οι δρόμοι τους γίνουν εσύ.
Τα πλακόστρωτα στενά και τα διλήμματα, τα παγκάκια και τα φιλήματα,
οι αφίσες, τα γκράφιτι στους τοίχους, τα συνθήματα και τα σκιρτήματα,
οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και οι μεθυσμένοι χοροί της ανατολής,
τα μεταμεσονύχτια φαστφουντάδικα και τα μεταμεσονύχτια μανιφέστα κρασιού και τσιγάρου,
ο επιδειξίας της πλατείας και οι επιδεικτικές αρνήσεις της ευτυχίας - πως να τη διαχειριστείς τόση ευτυχία; - οι σκιές των γέλιων και των δακρύων στην άκρη των πεζοδρόμων, οι σκιές των άγνωστων χιλιομέτρων που πρέπει ακόμα να διανύσεις για να ικανοποιήσεις την απληστία σου, οι σκιές των φίλων σου, των άλλων ανθρώπων και κυρίως οι σκιές εκείνων που διαδραματίζονται ακόμα μόνο στην άκρη της φαντασίας σου.

Φύσηξα προσεκτικά μη με πάρει είδηση ο διπλανός μου και γκρεμίστηκα άηχα, περήφανα, στα χέρια της στοργικής πτώσης.
Φύσηξα προσεκτικά σαν του Αιόλου χάδι να'μουν κι εγίνα ένα ιπτάμενο χνούδι άηχα, περήφανα, στα χέρια της ιστορικής πτήσης.





17/06/08
Γιάννενα